υπερκέρδος

υπερκέρδος
το, Ν
1. κέρδος που υπερβαίνει το μέσο κέρδος ή κέρδος πέραν τού αναμενόμενου
2. το κέρδος που προέρχεται από την υπεραξία και το οποίο προσπορίζεται ο εργοδότης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υπερκέρδος — το κέρδος του εργοδότη, που προέρχεται από την υπεραξία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”